- βλητέος
- βλητέος, α, ον the only verbal adj. in-τέος in NT (B-D-F §65, 3; Rob. 157), fr. βάλλω must be put (s. βάλλω 3b) Lk 5:38; cp. Mk 2:22 v.l.—JViteau, Revue de Philol. n.s. 18, 1894, 38.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
βλητέον — one must throw masc acc sg βλητέον one must throw neut nom/voc/acc sg βλητέος masc/fem acc sg βλητέος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)